ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ

H Μαδαγασκάρη είναι νησιωτική χώρα με έκταση 587.041 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 20.763.897 [3] και το 4ο σε μέγεθος νησί του κόσμου[1]. Βρίσκεται έναντι της νοτιοανατολικής ακτής της Αφρικής δημιουργώντας με την ακτή της Μοζαμβίκης το δίαυλο Μαδαγασκάρης συνολικού μήκους 980 μιλίων και εύρους μεγίστου 360 μιλίων και ελαχίστου 250 μιλίων. Πρωτεύουσα του κράτους είναι η Ανταναναρίβο. Η οικονομία βασίζεται κυρίως στη γεωργία, στην αλιεία και στον τουρισμό. Απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960 από τη Γαλλία , της οποίας υπήρξε αποικία. Την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από πολιτικές ταραχές, με αποκορύφωμα δύο κρίσεις εξουσίας ανάμεσα σε κυβέρνηση και σε αντιπολίτευση. Σήμερα κυβερνά μεταβατική κυβέρνηση, με προσωρινό πρόεδρο τον Αντρί Ραζοελίνα και πρωθυπουργό τον στρατιωτικό Αλμπέρ Καμίγ Βιτάλ.
Το νησί της Μαδαγασκάρης αποχωρίστηκε από την Αφρική περισσότερο από 80 εκατομμύρια χρόνια πριν.[39] Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αρχαιολόγων, η ανθρώπινη παρουσία ανάγεται στην περίοδο από το 200 ως το 500 μ. Χ. , ενώ θαλασσοπόροι από τη νοτιοανατολική Ασία (πιθανότατα από τη Βόρνεο ή τη νότια Κελέβη) έφτασαν με κανό.[40] Επίσης έποικοι Μπαντού πιθανότατα διέσχισαν τον Πορθμό της Μοζαμβίκης και πήγαν στη Μαδαγασκάρη την ίδια περίπου περίοδο ή και λίγο μετά.

Η γραπτή ιστορία του νησιού ξεκινά τον έβδομο αιώνα, όταν οι Άραβες ίδρυσαν οικισμούς κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής και πρώτοι άλλαξαν τη γραφή της μαλαγασικής γλώσσας στη Sorabe.
Το Ανταναναρίβο.

Στη διάρκεια του Μεσαίωνα οι επικεφαλής των διαφόρων φυλών άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέσω του εμπορίου με τους γείτονές τους στον Ινδικό Ωκεανό, κυρίως στην Ανατολική Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στην Ινδία. Ιδρύθηκαν μεγάλες περιοχές από εκτάσεις που ανήκαν σε φυλάρχους, όπως αυτές των Σακαλάβα στη Μενάμπε, στο κέντρο της σημερινής πόλης Μοροντάβα και στη Μπόινα, στο κέντρο της σημερινής επαρχιακής πρωτεύουσας Μαχατζάνγκα.Η επιρροή των Σακαλάβα επεκτάθηκε προς τις Αντσιρανανά, Μαχατζάνγκα και Τολιάρα.

Η επαφή με τους Ευρωπαίους ξεκίνησε το 1500, όταν ο Πορτογάλος θαλασσοπόρος Ντιέγκο Ντιάζ αντίκρισε για πρώτη φορά το νησί, έπειτα από την απόσπαση του πλοίου του από το στόλο που πήγαινε προς την Ινδία. Οι Πορτογάλοι συνέχισαν να έχουν εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους του νησιού και ονόμασαν το νησί Άγιο Λαυρέντιο ("Sāo Lourenço"). Το 1665 έπλευσε προς τη Μαδαγασκάρη ο Γενικός Διευθυντής της νεοσυσταθείσας Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, Φρανσουά Καρόν. Η Εταιρεία απέτυχε να ιδρύσει αποικία στο νησί, ωστόσο ίδρυσε λιμάνια στα γειτονικά νησιά Μπουρμπόν και Ιλ ντε Φρανς (σημερινά Ρεϊνιόν και Μαυρίκιος). Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύθηκαν εμπορικοί οικισμοί από τους Γάλλους στις ανατολικές ακτές.

Την περίοδο από το 1774 ως το 1824 η Μαδαγασκάρη αποτέλεσε δημοφιλές άντρο για πειρατές, όπως Αμερικανούς, ένας εκ των οποίων έφερε ρύζι της Μαδαγασκάρης στη Νότια Καρολίνα. Πολλοί Ευρωπαίοι ναυάγησαν με τα πλοία τους στις ακτές του νησιού, μεταξύ των οποίων ο Ρόμπερτ Ντράρι, του οποίου το ημερολόγιο αποτελεί τη μόνη γραπτή απεικόνιση της ζωής στα νότια του νησιού στη διάρκεια του 18ου αιώνα.[41]

Από τη δεκαετία του 1790, οι ηγεμόνες Μερίνα εδραίωσαν την κυριαρχία τους σε όλο το νησί. Το 1817 ο ηγεμόνας των Μερίνα και ο Βρετανός Κυβερνήτης του Μαυρίκιου σύναψαν συμφωνία για κατάργηση του δουλεμπορίου, που ήταν σπουδαίο για την οικονομία της Μαδαγασκάρης. Σε αντάλλαγμα, το νησί ενισχύθηκε στρατιωτικά και οικονομικά από τους Βρετανούς. Η βρετανική επιρροή διήρκεσε επί αρκετές δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων η Αυλή των Μερίνα ασπάστηκαν το δόγμα των Πρεσβυτεριανών, Κονγκρεκασιοναλιστών και Αγγλικανών.

Έπειτα από την κυριαρχία του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού της Αγγλίας και το τέλος του δουλεμπορίου των Αράβων, οι Σακαλάβα της Δύσης απώλεσαν την εξουσία τους και υποτάχθηκαν στο νεοσύστατο κράτος των Μερίνα. Οι Μπετσιμισαράκα της ανατολικής ακτής επίσης ενοποιήθηκαν, όμως η ένωση αυτή σύντομα άρχισε να παραπαίει.
Χλωρίδα

To τέταρτο σε μέγεθος νησί στον κόσμο αναγνωρίζεται και ως ένας από τους 10 τόπους υψηλής βιοποικιλότητας στον κόσμο (Mittermeier et al., 1999; Myers et al., 2000; Brummitt & Nic Lughadha, 2003)[14]. Στο νησί απαντώνται περί τα 12.000 είδη φυτών. [15] Επιστήμονες υπολογίζουν τον αριθμό των ειδών από 8.500 είδη φυτών (White, 1983) σε 10.000 (Humbert, 1959, Phillipson, 1994) ή και ακόμα σε 12.000 είδη (Dejardin et al., 1973), εκ των οποίων το 70% - 80% ή και σε μεγαλύτερο ποσοστό είναι ενδημικά (Humbert, 1959).[16]. Παλαιότερα, η βλάστηση στο νησί ήταν εκτεταμένη, σε αντίθεση με σήμερα. H εκδάσωση, οι δασικές πυρκαγιές, η μειωμένη παραγωγικότητα του εδάφους και η διάβρωση του εδάφους απειλούν σήμερα τη χλωρίδα στο νησί[17]. Δάση επικρατούν σήμερα σε υψόμετρο από 800 ως 1.500 μ. Τα νοτιοδυτικά εδάφη είναι πιο άγονα, με αγρωστώδη και μεγάλα μπαομπάμπ. Αντίθετα, στις ψηλότερες περιοχές επικρατούν ξηρόφιλοι θάμνοι, όπως οι ρουβιίδες και οι ερεικίδες. Γνωστός είναι και ο φοίνικας ravanela madagascariensis, που λέγεται και "φοίνικας του ταξιδιώτη"[18]. Τέλος πολλά δέντρα , όπως ευκάλυπτοι, έχουν εισαχθεί από άλλες χώρες.
Πανίδα


Πέρα από τη χλωρίδα, η χώρα έχει να παρουσιάσει αξιόλογη όσο και σπάνια πανίδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο νησί ζουν πολλά ζώα που σχετίζονται περισσότερο με την ινδική χερσόνησο παρά με την Αφρική. Πολλά ζώα είναι ενδημικά, όπως ο απειλούμενος με εξαφάνιση λεμούριος προπίθηκος και τα πτηνά Epiornis, που εξαφανίστηκαν πριν από μερικούς αιώνες. Υπολογίζεται ότι το αυγό του Aepyornis maximus αν γινόταν ομελέτα θα έφτανε για να φάνε 150 άνθρωποι (Brown 1978)[19]. Σπάνια ζώα που απαντώνται είναι από τα φυτοφάγα ο αγριόχοιρος (του είδους Potamochoerus porcus) και τα σαρκοφάγα της οικογένειας των βιβεριδών (μοσχογαλές) που προκαλούν μεγάλες καταστροφές. Πίθηκοι δεν υπάρχουν στο νησί, αλλά αντικαθίστανται από τους λεμούριους . Αναφορικά με τα ερπετά , στο νησί διαβιούν 32 είδη χαμαιλέοντα[20][21], ενώ απουσιάζουν οχιές και σαύρες. Αξίζει να σημειωθεί και η ύπαρξη πολλών και σπάνιων ειδών ψαριών, όπως το απειλούμενο με εξαφάνιση Pachypanchax omalonotus[22].

Πολλές περιοχές έχουν ανακηρυχθεί προστατευόμενες και άφθονα είναι τα περιβαλλοντικά πάρκα. Τέτοια είναι το Εθνικό Πάρκο Ισάλο[23], το Εθνικό Πάρκο Ρανομαφάνα[24] και το Περιβαλλοντικό Πάρκο Τσίνγκι Ντε Μπεμαράχα, το οποίο ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 1990[25].
Θρησκεία

Πάνω από το 50% των κατοίκων της χώρας ακολουθεί ανιμιστικές λατρείες και τονίζει την ένωση των ζωντανών με τους νεκρούς. Οι Μερίνα στα υψίπεδα τείνουν να μένουν προσηλωμένοι αυστηρά σε αυτήν την τακτική. Συγκεκριμένα, πιστεύουν ότι οι νεκροί ενώνονται με τους προγόνους τους και γίνονται θεοί και ότι οι πρόγονοί τους σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το πεπρωμένο των ζωντανών απογόνων τους. Αυτήν την πνευματική συνένωση καταδεικνύει η πρακτική της νέας ταφής, που λέγεται famadihana και η οποία τελείται από τους Μερίνα και τους Μπετσιλέο. Στην τελετή αυτή, που σημαίνει «παράδοση των νεκρών», τα λείψανα των συγγενών απομακρύνονται από τον οικογενειακό τάφο, τα τυλίγουν με νέα μεταξωτά σάβανα και τα επιστρέφουν στον τάφο έπειτα από φαντασμαγορικές εκδηλώσεις προς τιμήν τους. Εκεί μερικές φορές τα πτώματα υψώνονται και μεταφέρονται ψηλά επάνω από τα κεφάλια των συμμετεχόντων στις γιορτές, συνοδεία χορού και τραγουδιού. Έπειτα τα επιστρέφουν στον τάφο.

Γύρω στο 45% είναι οι Χριστιανοί στο νησί (Καθολικοί και Προτεστάντες). Πολλοί από αυτούς εντάσσουν στη δική τους θρησκεία τις δοξασίες για τους νεκρούς και ευλογούν τους νεκρούς τους στο ναό πριν οδηγηθούν στον παραδοσιακό χώρο ταφής. Πολλές από τις χριστιανικές Εκκλησίες έχουν επιρροή στην πολιτική. Το Μαλαγασικό Συμβούλιο των Εκκλησιών (FFKM) αποτελείται από 4 παλαιότερες και σημαντικότερες Εκκλησίες στο νησί: πρόκειται για την Καθολική Εκκλησία, την Εκκλησία του Ιησού Χριστού, τη Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία.

Το 7% περίπου στο νησί πρεσβεύει το Ισλάμ. Η μουσουλμανική θρησκεία ήρθε από εμπόρους το 10ο αιώνα και είχε σημαντική επιρροή στα δυτικά. Επί παραδείγματι, πολλοί Μαλαγάσιοι προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ και η μαλαγασική γλώσσα μεταγράφηκε βασισμένη στο αραβικό αλφάβητο και ονομάστηκε Sorabe. Οι Μουσουλμάνοι είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στις περιοχές Μαχατζάνγκα και Αντσιρανάνα (Ντιέγκο Σουάρεζ) και διακρίνονται σε Μαλαγάσιους, Ινδοπακιστανούς και Κομόριους. Ο αριθμός των μουσουλμανικών ναών (τζαμί) στα νοτιοδυτικά αυξήθηκε από 10 σε 50 την τελευταία δεκαετία.[51] Πρόσφατα, αυξήθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που ασπάστηκαν το Ισλάμ μέσω προσηλυτισμού ενώ οι ίδιοι πρέσβευαν αρχικά άλλη θρησκεία. Στο νησί υπάρχει ακόμα και η Ορθόδοξη Επισκοπή Μαδαγασκάρης, υπό το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.